- ευαπάτητος
- -η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτοςαρχ.αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξ-απάτητος, δυσεξ-απάτητος].
Dictionary of Greek. 2013.